Ένα παλιο αλλά επίκαιρο κείμενο για τις προσπάθειες και τα αποτελέσματα της εξημέρωσης όλων των ζώων από την κολλεκτίβα αναρχικών Crimethinc.
Ίσως αναρωτιέστε καμιά φορά, αν παρασυρόμαστε με την κριτική της σύγχρονης ζωής, αν όλη η κουβέντα για το κακό σύστημα και την σάπια κοινωνία είναι αποκύημα μιας νεανικής τρέλας κι αφελούς επαναστατικότητας. Είναι φαίνεται δύσκολο να πεί κανείς, μέσα από την ματιά του ίδιου του ανθρώπινου είδους, με όλη την υποκρισία του, τα όσα επιλέγει να κρύβει και να προβάλλει, αν όντως έχει κάποιο νόημα όλο αυτό… Οπότε ποιος ξέρει, ίσως τα πράγματα να μην είναι και τόσο σκατά, σωστά; αν θέλετε πάντως πραγματικά μια άποψη για το αν ο θαυμαστός νέος κόσμος μας είναι στ αλήθεια τόσο άσχημος όσο υποστηρίζουν μερικοί άνθρωποι, δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στο πως επηρεάζει τα άλλα είδη που ζουν μέσα του: τα ζώα.
Για την μεσαία τάξη, τα ζώα που γνωρίζει καλά (εκτός απ’ αυτά που έχει δει σε ταινίες και διαφημίσεις δηλαδή) είναι μάλλον αυτά που βρίσκονται στο μεσαίο κομμάτι της μη-ανθρώπινης ιεραρχίας: τα κατοικίδια, τα ζώα των ζωολογικών κήπων και των τσίρκων, τις μασκότ αθλημάτων και τα άλογα παραστάσεων. Όπως ακριβώς η αστική τάξη, έτσι κι αυτά, φαίνεται να περνάν καλά: όλη μέρα καθισιό, φαγητό και ύπνος, παιχνίδι με τα αφεντικά τους – κι όμως δεν είναι αυτή η ζωή για την οποία προορίζονταν τα ζώα αυτά, στις τελευταίες χιλιάδες χρόνων εξέλιξης. Τα σκυλιά έχουν τέσσερα πόδια ώστε να τρέχουν σε λιβάδια και κοιλάδες και να κυνηγάνε θηράματα, όχι να παίζουν φρίσμπι μια ώρα την εβδομάδα. Οι παπαγάλοι έχουν φτερά ώστε να πετούν πάνω από ζούγκλες και άγρια τοπία, όχι για να κάθονται σε στενάχωρα κλουβιά, με τα φτερά κομμένα, δίχως κάτι να συντηρεί το πνεύμα τους εκτός από το τραγούδι και τον μιμητισμό ανούσιων αποσπασμάτων λιγότερο μουσικών γλωσσών. Οι γάτες έχουν νύχια ώστε να παλεύουν και να καταδιώκουν και να τα λειαίνουν όπου επιλέγουν, έχουν όρχεις και ωάρια ώστε να σημαδεύουν την περιοχή τους και να καυλώνουν και να κάνουν έρωτα και να μεγαλώνουν γατάκια. Το να τους τα κόβουμε όλα και να τις κρατάμε κλειδωμένες μέσα, τις κάνει βαριεστημένες, παθητικές, παχιές και δίχως όρεξη να κάνουν οτιδήποτε άλλο απ’ το να τρωνε τυποποιημένες τροφές από κονσέρβες που δεν κυνηγούν ποτέ. Τα εξημερωμένα ζώα προορίζονται για γελωτοποιοί και αυλικοί του σύγχρονου νοικοκύρη, να του παρέχουν διασκέδαση και ένα υποκατάστατο κοινότητας, και οι ζωές και τα σώματά τους προσαρμόζονται σύμφωνα μ αυτό. Ο ρόλος τους δεν είναι πλέον να είναι ζώα, με όλη την πολυπλοκότητα που περιλαμβάνει κάτι τέτοιο, αλλά να είναι απλώς παιχνίδια.
Μια γρήγορη ματιά στους ανθρώπους της μεσαίας τάξης είναι αποκαλύπτική ως προς την ομοιότητα της κατάστασης εδώ. Ζούμε επίσης αποξενωμένοι από τους ομοίους μας, μέσα σε μικρά κουτιά ελεγχόμενου κλίματος, μικρά ενυδρεία με διαμορφωμένο περιβάλλον, που λέγονται διαμερίσματα. Μας ταΐζουν επίσης μια τυποποιημένη, μαζικής παραγωγής τροφή που φαίνεται να προέρχεται από το πουθενά, ολότελα διαφορετική από την τροφή που έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Κι εμείς επίσης δεν έχουμε που να διοχετεύσουμε τις άγριες, αυθόρμητες ορμές μας, αποστειρωμένοι και ξεδοντιασμένοι από τις αναγκαιότητες της διαβίωσης σε περιοριστικές πόλεις και προάστεια κάτω από περιοριστικές νομικές και κοινωνικές και πολιτιστικές συμβάσεις. Κι εμείς δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε μακριά απ’ τα σκυλόσπιτά μας, καθώς είμαστε με το λουρί της δουλειά από τις 9 ως τις 5, με το λουρί του διαμερίσματος, των φραχτών και των ιδιοκτησιών και των εθνικών συνόρων. Κι όπως ακριβώς τα κατοικίδιά μας, μαθαίνουμε κι εμείς να συμπεριφερόμαστε, να μας λείπει το σπίτι μας και το λουρί μας – να προσαρμοζόμαστε σ αυτόν τον εφιάλτη, να γινόμαστε απαθείς, παχύσαρκοι, βαριεστημένοι, χωρίς να τραγουδάμε κατ’ ανάγκη…
Πολύ λιγότερο ευνοημένοι από μας, τους ευνουχισμένους τροφίμους, ανθρώπους και ζώα, είναι τα ζώα που αποτελούν το “μη-ανθρώπινο προλεταριάτο”: Οι κότες που είναι παγιδευμένες να ζουν μέσα στα σκατά τους σε εργοστάσια αυγών με τα ράμφη τους βγαλμένα ώστε να μην τσιμπούν η μια την άλλη, τα κουνέλια με τα συστηματικά τυφλωμένα μάτια στα οποία δοκιμάζεται η ασφάλεια των σαμπουάν, τα μοσχάρια που περνούν ολόκληρη την αξιοθρήνητη ύπαρξή τους σε ξύλινα κουτιά. Οι ρόλοι των ζώων αυτών μπορούν να αντιστοιχιστούν σ αυτούς των βιομηχανικών εργατών, των προσωρινών λαντζέρηδων και γραμματέων, των σερβιτόρων του ελάχιστου μισθού και, με όποιον τρόπο και να το βλέπει κάθε μεμονωμένο αφεντικό, πάμε στοίχημα ότι η αγορά τους βλέπει με την ίδια λογιστική δυσφορία. Η ίδια κερδοσκοπική ασπλαχνία που επιτρέπει στην βιομηχανία κρέατος να θεωρεί το ετήσιο ολοκαύτωμα εκατομμυρίων ζώων πρέπον, είναι που βάζει τα δυνατά της ενάντια σε κάθε διεκδίκηση για καλύτερες συνθήκες εργασίας ή για υψηλότερους μισθούς. Κι όπως ακριβώς οι αγελάδες ή οι κότες ανατράφηκαν προσεκτικά, ακόμα και τροποποιήθηκαν γενετικά, σε βαθμό ώστε να είναι ανίκανες να επιβιώσουν έξω από τα κλουβιά τους, ο σύγχρονος εργάτης δεν έχει πια καμιά ιδέα του πως μπορεί να είναι η ζωή έξω από τον πλαστικό και τσιμεντένιο κόσμο της εργασίας, ή του πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του χωρίς το μαστίγιο στην πλάτη του. Πού θα πήγαινε, τέλος πάντων, αν δραπέτευε; Υπάρχουν ακόμα κατοικήσιμες χώρες που δεν έχουν κατακτηθεί, στις οποίες θα μπορούσε να διαφύγει; Και δε θα τις κατέστρεφε κι εκείνες επίσης, φέρνοντας μαζί του τις αξίες της εξημέρωσης με τις οποίες δηλητιριάστηκε από τ αφεντικά του; Στο τέλος, εκτός αν εμφορούταν από μια συνολική απόρριψη του βιομηχανικού καπιταλισμού, η απόδρασή του δε θα ήταν παρά ένα ακόμη κύμα στην παλίρροια τσιμέντου που πλακώνει τα πάντα στον πλανήτη.
Τελικά, υπάρχουν πάντα τα άγρια ζώα, που ακόμα επιβιώνουν σε περιβάλλοντα μολυσμένα με πετρελαιοκηλίδες, πεταμένα μπουκάλια αναψυκτικών, ρύπανση, για να μην μιλήσουμε για τους αυτοκινητοδρόμους και τους κυνηγούς. Καθώς η αστικοποίηση και η προαστειακή εξάπλωση προχωρούν ανελέητα προς τα μπρος, η καταστροφή των αποθεμάτων του φυσικού τους περιβάλλοντος, αυτά αναγκάζονται είτε να μάθουν να ζουν από τα σκουπίδια του ανθρώπου είτε να χαθούν. Τα περιστέρια χτίζουν φωλιές από γόπες τσιγάρων αντί για κλαράκια, τα ποντίκια προσαρμόζονται στη ζωή σε υπονόμους, οι κατσαρίδες ανθούν ως τα αρπακτικά της νέας εποχής. Αυτή η αστική άγρια πανίδα απασχολεί τον ίδιο κοινωνικό χώρο που απασχολούν και οι άστεγοι, αγωνιζόμενη για τα βασικά στη ζωή, αν και με καλύτερους όρους από τους ανθρώπινους ανταγωνιστές της. Η προαστειακή πανίδα – τα ρακούνς, πόσσουμς, σκίουροι που επιβιώνουν στις ξεχασμένες γωνιές των κατεχόμενων χώρων, ζουν από τα απομεινάρια της φύσης, και ίσως κι από όσα περισσεύουν από την μπουρζουαζία – μπορούν να συγκριθούν με τους καταληψίες, τους αγρότες βιολογικών καλλιεργειών, τους πανκς, τους μητροπολιτικούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της υπόγειας αντίστασης. Τα υπόλειπα είδη πραγματικά άγριων ζώων, όπως τα δελφίνια, τα καριμπού, οι πιγκουίνοι, είναι ανάλογα με τους απειροελάχιστους εναπομείναντες ιθαγενείς λαούς του κόσμου που δεν έχουν απωλέσει ακόμα την κουλτούρα τους και δεν έχουν τοποθετηθεί σε ζωολογικούς κήπους. Για όλους αυτούς, το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο, καθώς ο σιδερένιος άνεμος της τυποποίησης πνέει πάνω απ τον πλανήτη.
Αυτό που θέλουμε να πούμε με όλα αυτά, δεν είναι ότι παραστρατήσαμε από κάποιο σπουδαίο σχέδιο της “Μητέρας Φύσης”, ούτε ότι το μέτρο της ευτυχίας και της υγείας μας θα έπρεπε να είναι η ομοιότητά μας με το “φυσικό”. Οποτεδήποτε τα ανθρώπινα όντα προσπαθούν να περιγράψουν τί είναι η “Φύση”, το μόνο που κάνουν είναι να προβάλουν πάνω της τους νόμους που διέπουν την κοινωνία μας, ή να της προσδίδουν όλα όσα θεωρούν ότι λείπουν από τον πολιτισμό τους. Και παραπέρα, η φύση η ίδια είναι κάτι που αλλάζει διαρκώς: τη συγκεκριμένη στιγμή, το φυσικό περιβάλλον ενός κουταβιού είναι στην πραγματικότητα το λουρί και το σκυλόσπιτο. Αν έχουμε καταστρέψει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο με τον πολιτισμό μας, τότε σε τελική ανάλυση κι αυτό πρέπει να ήταν μέρος του “φυσικού” προορισμού μας (γιατί, τί υπάρχει στη Γη που δεν προέρχεται από τη φύση; Είναι μήπως η ανθρωπότητα ευλογημένη ή καταραμένη με …υπερφυσικές δυνάμεις;). Το ζήτημα δεν είναι πως να γυρίσουμε πίσω σε μια υποταγή στη Φύση, αλλά μάλλον πώς να ενωθούμε εκ νέου με τον κόσμο γύρω μας, με έναν τρόπο που να λειτουργεί. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο στον οποίο ζώα και άνθρωποι να ζουν σε αρμονία μεταξύ τους, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς διακρίσεις ανάμεσα στο φυσικό και στο πολιτισμένο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο; Μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα δάση του τσιμέντου προς τα καταπράσινα, δροσερά δάση που έχουμε, αταβιστικά, στη φαντασία μας;
Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Οκτώβρης 2007